Ιφιγένεια εν Ταύροις: Δράμα σε πράξεις πέντε. Johann Wolfgang von GoetheЧитать онлайн книгу.
ο Δίας, και στα σοφά, πολύπειρά του λόγια, σα σε χρησμούς, οι ίδιοι οι θεοί ευφραίνονταν;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Αυτός είναι• οι θεοί δεν έπρεπε όμως με ανθρώπους, όπως μ' ίσους τους, να ζούνε• το γένος των θνητών αδύναμο είναι σε ασύνηθο ύψος ζάλη να μη νιώθη. Δεν ήταν αγενής, ούτε προδότης• μόνο τρανός για δούλος και για φίλος του μεγαλόβροντου άνθρωπος μονάχα. Και το έγκλημά του ανθρώπινο• δεινή ήταν η κρίση τους και ψέλνουν ποιητές: Έπαρση κι απιστία απ του Δία τα δείπνα στου αρχαίου Ταρτάρου την ντροπή τον ρίξαν. Και το μίσος τους πήρε όλ' η γενιά του.
ΘΟΑΣ. Του προγόνου ή δικό της κρίμα πήρε;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Του στήθους την ορμή και των Τιτάνων η δύναμη την πήραν κλήρα γιοί του κ' εγγόνια• μα ο θεός στο μέτωπό τους γύρω έζωσε χαλκό στεφάνι. Μέτρο, στοχασμό, υπομονή και φρονιμάδα απ τη δειλή, θολή έκρυψε ματιά τους. Κάθε ορμή τους λύσσα έγινε, κ' η λύσσα ακράτητη ξεσπάζει γύρω. Πρώτος ο Πέλοπας, σφοδρός στη θέλησή του, ο γιος ο αγαπημένος του Ταντάλου, με προδοσία κερδίζει και με φόνο την Ιπποδάμεια, την πιο ωραία γυναίκα, του Οινόμαου κόρη. Αυτή στου αντρός τους πόθους δύο τέκνα, τον Ατρέα και το Θυέστη φέρνει. Με φτόνο βλέπουν τούτοι πάντα να γέρνη η αγάπη του πατρός στον πρώτο γιό απ' άλλη κλίνη. Το μίσος τους δένει και μυστικά τολμούν την πρώτη πράξη στο φόνο του αδερφού. Ο πατέρας ρίχνει στην Ιπποδάμεια το έγκλημα, αγριεμένος το γιό απ' αυτή ζητά, και κείνη μόνη της σκοτώνεται —
ΘΟΑΣ. Σωπαίνεις; Διηγήσου!Μη μετανιώνης γιατί άρχισες! Λέγε!
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Χαρά στον, που στη μνήμη τους προγόνους φέρνει ευχάριστα, ευφραίνεται τις πράξες, το μεγαλείο τους να ιστορά, και βλέπει με χαρά κρύφια στην ωραία να σμίγη σειρά κι αυτός! Τι αμέσως ένα γένος δε γεννά τον ημίθεο ή το τέρας• μια σειρά φαύλων ή καλών θα βγάλη τέλος τον τρόμο ή τη χαρά του κόσμου. – Σαν πέθανε ο πατέρας, ο Θυέστης κι ο Ατρέας μαζί βασίλεψαν στην πόλη. Μα δεν μπόρεσε η ομόνοια να βαστάξη καιρό. Σε λίγο ο Θυέστης ατιμάζει την κλίνη του αδερφού. Ο Ατρέας τον διώχνει για εκδίκηση απ το κράτος. Δόλια, πράξες βαρειές στο νου ο Θυέστης μελετώντας, ένα γιό του αδερφού είχε πριν κλεμένο κι αναθρεμμένο σα δικό του. Λύσσα κ' εκδίκηση τα στήθη του γεμίζει και στη βασιλική τον στέλνει πόλη, τον πατέρα για θειο του να σκοτώση. Του νέου ο σκοπός μαθεύεται. Σκληρά ο βασιλιάς τον ένοχο παιδεύει γιό του αδερφού θαρρώντας πως σκοτώνει. Αργά το ακούει ποιος μπρος στα μεθησμένα τα μάτια του πεθαίνει μαρτυρώντας• και για να σβήση μέσα του τη δίψα της εκδίκησης θρέφει με το νου του πράξη ανάκουστη. Αδιάφορος, πραεμένος, ήσυχος δείχνει ότ' είναι και πλανεύει τον αδερφό με τους δυο γιους του πίσω στο κράτος, πιάνει τα παιδιά, τα σφάζει, και το φριχτό, σιχαμερό φαγί το βάζει στον πατέρα εμπρός, στο πρώτο δείπνο. Κι αφού απ τη σάρκα του ο Θυέστης χόρτασε, θλίψη πιάνει την ψυχή του, για τα παιδιά ρωτά και κει που ακούει, θαρρεί, το βήμα, τη φωνή τους πίσω στην πόρτα, ο Ατρέας σαρκάζοντας του ρίχνει των σκοτωμένων κεφαλές και πόδια. – Γυρνάς με φρίκη, ω βασιλιά, την όψη: Έτσι έστρεψε κι ο ήλιος τη θωριά του και το άρμα απ τον αιώνιο δρόμο. Αυτοί είναι της ιέρειας σου οι πρόγονοι. Και μοίρες ολέθριες των αντρών πολλές, και πράξες