Τα Γεωργικά. VirgilЧитать онлайн книгу.
ακάθαρτες να ρίξεις στάχτες· κ' έτσι,
Όταν αλλάζεις τους καρπούς, οι κάμποι ξεμουδιαίνουν,
Κι' ως τόσο ούτε το δόσιμο της χέρσης γης δε λείπει.
Οι κάμποι κι' όλας οι φτωχοί πολλές φορές συμφέρει
Ν' ανάφτονται και τ' αλαφρυά ταχύρατα να καίγουν
Οι φλόγες που τριζοκοπούν, είτε γιατί από κείθε
Το χώμα παίρνει δύναμες κρουφές και πλούσιο θρέμμα.
Είτε γιατί με τη φωτιά του ξεθυμαίνουν όλες
Οι κακοσύνες κ' οι όγρητες οι ανέφελες σαν ίδρος
Βγαίνουν, ή και περσότερους δρόμους και φυσητήρες
Κλειστούς ανοίγει η ζεστασιά, κ' έτσι το νιο χορτάρι
Παίρνει χυμούς, ή και γιατί φρύγει περσά και σφίγγει
Τες φλέβες τες ορθάνοιχτες, κ' έτσι η λιανή ψυχάλα,
Ή η μπόρεση η δεινότερη του ήλιου τ' αψιωμένου,
Ή και το κρύο το ψιλό της μπόρας δε θα βλάφτουν.
Πολύ βοηθάει κι' όλας τη γης όποιος με τες αξίνες
Τους σβώλους τους ασάλευτους συντρίβει κι' από πάνου
Σέρνει τα βέργινα πλεχτά· (του κάκου δεν τηράζει
Εκείνον από τα ψηλά του Ολύμπου η ξανθομάλλα
Δήμητρα·) κι' όποιος, γέρνοντας λοξά το αλέτρι, πάλι
Χαλά τες ράχες που άσκωσε στο σιάδι το σκισμένο,
Και σκάφτει το συχνό τη γης και τήνε δυναστεύει.
Προσευκηθείτε, δουλευτές, για βροχερνά ηλιοστάσια
Και για χειμώνες ξάστερους. Στες σκόνες του χειμώνα
Τα στάρια είνε πασίχαρα, χαιράμενος κι' ο κάμπος.
Χωρίς δουλειά περήφανη είνε η Μυσία τόσο,
Θιαμάζουν και τα Γάργαρα τους θέρους τους τα ίδια.
Τι θένα πω για εκείνον που, με το τσαπί στο χέρι,
Τη γης παιδεύει, αφού έρριξε το σπόρο και γκρεμίζει
Τες σωριασμένες χούμουλες πώχουν περίσσιο πάχος;
Και το ποτάμι στα σπαρτά στερνώτερα οδηγάει
Και τα τραφούλια, που υπακούν· και σύντα ο κάμπος βράζει,
Ξερός, με ετοιμοθάνατα χορτάρια, να, το κύμα
Από του ορθού μονοπατιού το χτένι κατεβάζει;
Εκείνο πέφτει ανάμεσα στους τροχισμένους βράχους
Και βγάζει ένα μουρμούρισμα βραχνό και θαραπεύει
Τα διψασμένα χώματα με το αναβρύσιασμά του.
Και τι γι' αυτόν που των σπαρτών το θύμωμα να βόσκουν
Στο χορταράκι ταπαλό τα πρόβατά του αφίνει
Αμέσως άμα τα φυτά ταυλάκια τους σκεπάσουν,
Μήπως ταστάκια τα βαρειά ξεγύρουν τα καλάμια;
Και τι γι' αυτόν, που, όσα νερά συμμάζεψαν οι βάλτοι,
Μακράθε από τες χούμουλες τες πιοταριές ξεσπάει,
Σα μάλιστα στους άστατους τους μήνες το ποτάμι
Ξεχειλισμένο χύνεται και πλημμυράει, τα πάντα
Σκεπάζοντας με βούρβουρες, κ' έτσι σαν ίδρος νότιες
Χλιαρές από τες βαθουλές λιμνούλες ξεθυμαίνουν;
Μα ενώ όλα αυτά εδοκίμασαν τα έργα των ανθρώπων
Και των βωδιών στο δούλεμα της γης, δε βλάβουν λίγο
Και του Στρυμώνα οι γερανοί, κ' οι αχόρταγες οι χήνες,
Και με τες ρίζες τες πικρές τ' αντίδι· και ζημιόνουν
Και οι ίσκιοι. Δε βουλήθηκεν ο ίδιος ο πατέρας
Να είνε το δούλεμα εύκολο, κ' επρόσταξε αυτός πρώτος
Με