Πολιτεία, Τόμος 3. ПлатонЧитать онлайн книгу.
αυτό είναι που ονομάζουν διδασκαλίαν της σοφίας· το ίδιον δηλαδή πράγμα, όπως ένας άνθρωπος να εσπούδαζε προσεκτικά τας εμφύτους ορμάς και τας ορέξεις ενός μεγάλου και ισχυρού θηρίου, πώς πρέπει να το πλησιάση, πού πρέπει να το εγγίση, πότε και από τι γίνεται άγριον ή ήμερον, τι είδους φωνάς συνηθίζει να εκβάλλη κατά τας διαφόρους περιστάσεις, και ποίον τόνον φωνής όταν ακούη εξερεθίζεται ή καταπραΰνεται, αφού δε τα μάθη όλα αυτά με τον καιρόν και από την συνήθειαν, να το ονομάση αυτό σοφίαν και να το κάμη τέχνην του, την οποίαν να αρχίση να διδάσκη, χωρίς πράγματι να γνωρίζη από αυτάς τας συνηθείας και τας ορέξεις του θηρίου, ποίον είναι το καλόν ή το κακόν, το αγαθόν ή το αισχρόν, το δίκαιον ή το άδικον, αλλά συμμορφώνη την κρίσιν του με τα διάφορα ένστικτα του ζώου και ονομάζη καλά μεν εκείνα που του προξενούν ευχαρίστησιν, κακά δε όσα το εξαγριώνουν, δίκαια εκείνα που ικανοποιούν τας φυσικάς του ανάγκας, δίχως καμμίαν άλλην διάκρισιν, διότι ούτε ο ίδιος ποτέ κατενόησε ούτε εις τους άλλους είναι ικανός να καταδείξη, ποία ουσιώδης πράγματι διαφορά υπάρχει μεταξύ του απολύτου και του σχετικού καλού· ένας τοιούτος διδάσκαλος, 'πέ μου να ζης, δεν θα σου εφαίνετο πολύ αλλόκοτος; – Βεβαιότατα.
– Και νομίζεις λοιπόν ότι διαφέρει καθόλου από αυτόν, εκείνος που το θεωρεί σοφίαν του να γνωρίζη τας ορέξεις και τας επιθυμίας των πολλών εις τας δημοσίας των συναθροίσεις, είτε περί πολιτικών ζητημάτων πρόκειται, είτε περί ζωγραφικής, είτε περί μουσικής; είναι προφανές ότι, εάν κανείς αποφασίση να επιδείξη εις καμμίαν τοιαύτην συνάθροισιν των πολλών ή ένα ποιητικόν του έργον, ή άλλο προϊόν της τέχνης του, ή τους υποβάλλη σχέδιον δημοσίας ωφελείας, και εξαρτήση την επιτυχίαν του από την κρίσιν του πλήθους, είναι ανάγκη αναπόφευκτος να συμμορφωθή κατά πάντα με ό,τι τους αρέσει και εγκρίνουν· ήκουσες όμως ως τώρα ποτέ κανένα από αυτούς τους πολλούς, να αποδεικνύη με επιχειρήματα, που να μην είναι καταγέλαστα ότι αυτά που εκτιμά ως ωραία και καλά, είναι πράγματι και τοιούτα; – Όχι, και ούτε ποτέ πιστεύω να ακούσω.
– Εκτός λοιπόν όλων αυτών των συλλογισμών κάμε και τον εξής ακόμη· είναι ποτέ δυνατόν να παραδεχθή το πλήθος και να το πιστεύση ως ορθόν, ότι το ωραίον είναι έν, όλως διόλου ξεχωριστόν από τα πολλά ωραία, και εν γένει το καθεαυτό ον είναι ανεξάρτητον από τα πολλά αντικείμενα του είδους του; – Όχι, δεν είναι δυνατόν. – Ώστε ο λαός δεν ημπορεί να είναι φιλόσοφος. – Αδύνατον. – Κατ' ανάγκην επομένως όσοι επιδίδονται εις την φιλοσοφίαν θα περιφρονούνται από τους πολλούς. – Κατ' ανάγκην. – Επίσης και υπό των ιδιωτικών αυτών διδασκάλων, των σοφιστών, οι οποίοι ερχόμενοι εις συνάφειαν με τον όχλον, επιθυμούν να τα έχουν καλά μαζί του και να είναι αρεστοί εις αυτόν. – Αυτό είναι φανερόν.
– Κατόπιν λοιπόν όλων αυτών, ποίαν ελπίδα σωτήριας βλέπεις διά την φιλοσοφικήν φύσιν, ώστε να επιμείνη σταθερά εις το έργον της και να φθάση επί τέλους εις τον προορισμόν της; κρίνε το και μόνος σου απ' όσα είπαμεν προηγουμένως· έχομεν παραδεχθή, ότι ο αληθινός φιλόσοφος πρέπει