Πολιτεία, Τόμος 1. ПлатонЧитать онлайн книгу.
Το μόνον πράγμα, το οποίον δεν δύναται να του παραχωρήση ο αμερόληπτος κριτής, είναι το να πιστεύη ότι απέδειξεν αναντιρρήτως την μεγαλυτέραν αξίαν των τύπων τούτων υπό την έποψιν της ευτυχίας· δύναται τις να παραδεχθή άνευ ενδοιασμού ότι ο κυριαρχών των παθών του είναι ευτυχέστερος του δουλεύοντος εις αυτά· αλλά ο θεωρητικός ή φιλοσοφικός βίος, ως μάλλον απηλλαγμένος επιθυμιών και παθών, καθιστά τον άνθρωπον ευτυχέστερον εκείνου, του οποίου η φύσις είναι να δρα προς τα έξω και να κυβερνά τους ανθρώπους; Αυτό ποτέ δεν θα ηδύνατο τις να το αποδείξη εις οιαδήποτε επιχειρήματα και αν προσέτρεχεν· επί του σημείου τούτου, εις τα αισθήματα ενός Πλάτωνος ή ενός Αριστοτέλους αντιτίθενται τα αισθήματα ενός Περικλέους ή ενός Επαμεινώνδου και εις μάτην ήθελέ τις αναζητήση τον διαιτητήν, όστις θα ηδύνατο εγκύρως να αποφανθή μεταξύ των δύο.
ΠΛΑΤΩΝΟΣ
ΠΟΛΙΤΕΙΑ
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
ΣΩΚΡΑΤΗΣ
ΓΛΑΥΚΩΝ
ΠΟΛΕΜΑΡΧΟΣ
ΘΡΑΣΥΜΑΧΟΣ
ΑΔΕΙΜΑΝΤΟΣ
ΚΕΦΑΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΝ Α'
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Κατέβηκα χθες εις τον Πειραιά μαζί με τον Γλαύκωνα τον υιόν του Αρίστωνος και διά να προσευχηθώ εις την θεάν και συγχρόνως διότι ηθέλησα να ίδω, πώς θα διεξαχθή η εορτή, την οποίαν κατά πρώτην φοράν επρόκειτο να πανηγυρίσουν. Και πραγματικώς ωραία μου εφάνη και των εντοπίων η πομπή, ουδόλως όμως κατά την γνώμην μου υπελείφθη ως προς την μεγαλοπρέπειαν και η πομπή των Θρακών.
Αφού λοιπόν προσευχήθημεν και παρετηρήσαμεν την εορτήν, εγυρίζαμεν διά την πόλιν. Μόλις όμως μας είδεν από μακράν να ξεκινούμεν ο Πολέμαρχος, ο υιός του Κεφάλου, διέταξε τον δούλον του να τρέξη και να μας παρακαλέση να τον περιμένωμεν.
Πλησιάσας λοιπόν από πίσω ο δούλος μ' έσυρε από το ιμάτιον και μου είπε: Σας παρακαλεί ο Πολέμαρχος να περιμείνετε. Και εγώ εγύρισα και τον ηρώτησα, πού ήτο. Νά τον, μου είπε, έρχεται από πίσω· περιμένετέ τον. Θα τον περιμένομεν, επρόσθεσεν ο Γλαύκων.
Και σε λίγον έφθασαν πραγματικώς ο Πολέμαρχος και ο Αδείμαντος ο αδελφός του Γλαύκωνος και ο Νικήρατος του Νικίου ο υιός και μερικοί άλλοι, οι οποίοι επέστρεφον από την πομπήν. Και μας λέγει λοιπόν ο Πολέμαρχος· Μου φαίνεται, Σώκρατες, ότι εξεκινήσατε δια να επιστρέψετε εις την πόλιν. – Δεν ηπατήθης, του απήντησα εγώ.
– Μας βλέπεις καλά πόσοι είμεθα: – Αι, και τι; είπα εγώ. – Ή θα δειχθήτε ισχυρότεροι από αυτούς, ή τελείωσε – θα μένετε εδώ. – Μας αποκλείετε ακόμη και να ελπίζωμεν, είπα εγώ, ότι θα μας αφήσετε, αν κατορθώσωμεν να σας πείσωμεν; – Και πώς τάχα, απήντησεν εκείνος, θα ημπορέσετε να πείσετε ανθρώπους μη ακούοντας; – Διόλου βέβαια, είπεν ο Γλαύκων. – Πάρετέ το λοιπόν απόφασιν πως δεν θα σας ακούσωμεν.
– Άραγε, έλαβε τον λόγον ο Αδείμαντος, μήπως και δεν γνωρίζετε ότι προς το βράδυ θα γίνη έφιππος λαμπαδηδρομία προς τιμήν της Θεάς; – Έφιππος; ηρώτησα εγώ· αλήθεια, πρωτοφανές θέαμα αυτό· κρατούντες