Πολιτεία, Τόμος 2. ПлатонЧитать онлайн книгу.
πάρα πολύ μάλιστα. – Αλλά όλοι οι ποιηταί, και εν γένει όσοι διηγούνται κάτι δεν μεταχειρίζονται ή τον ένα τρόπον, ή τον άλλον, ή και ένα τρίτον ανάμικτον εκ των δύο; – Κατ' ανάγκην. – Τι λοιπόν θα κάμωμεν ημείς: θα παραδεχθώμεν άραγε εις την πόλιν μας όλους αυτούς, ή τον ένα εκ των αμιγών, ή τον τρίτον τον ανάμικτον; – Εάν έχη σημασίαν η ψήφος μου, εγώ λέγω τον αμιγή τρόπον, που μιμείται τον χρηστόν άνθρωπον.
– Ναι, αλλά και ο ανάμικτος, Αδείμαντε, είναι τερπνός, πολύ δε ακόμη τερπνότερος και εις τους παίδας και εις τους παιδαγωγούς και εις τον λαόν είναι ο αντίθετος εκείνου τον οποίον εδιάλεξες εσύ. – Είναι πράγματι.
– Αλλ' ίσως θα έλεγες, ότι δεν ταιριάζει αυτός εις την ιδικήν μας την πολιτείαν, επειδή δεν ευρίσκεται εις ημάς άνθρωπος να συνενώνη διπλά και πολλαπλά επαγγέλματα, αλλ' ο καθένας εξασκεί το ιδικόν του μόνον. – Δεν ταιριάζει αλήθεια. – Δι’ αυτόν τον λόγον δεν θα εύρωμεν μόνον εν τη τοιαύτη πόλει, ο υποδηματοποιός να είναι υποδηματοποιός και όχι έξαφνα και κυβερνήτης συγχρόνως, ο γεωργός γεωργός και όχι μαζί και δικαστής, και ο πολεμιστής μόνον πολεμιστής και όχι εκτός αυτού και επιχειρηματίας; – Αλήθεια.
– Εάν λοιπόν ένας από εκείνους, που έχουν την δύναμιν της τέχνης να μιμούνται τα πάντα και να λαμβάνουν χιλίας διαφόρους μορφάς, ήρχετο εις την πόλιν μας διά να επιδείξη την σοφίαν του και τα έργα του, θα τον επροσκυνούσαμεν βέβαια ως θείον άνθρωπον και αξιοθαύμαστον και επαγωγότατον, θα του ελέγαμεν όμως συγχρόνως, ότι δεν έχει θέσιν εις την πόλιν μας τοιούτος άνθρωπος, ουδέ μας είναι επιτετραμμένον να μένη πλησίον μας· θα τον παραπέμψωμεν δε εις άλλην πόλιν, αφού του ράνωμεν την κεφαλήν του με μύρα και τον στεφανώσωμεν με ταινίας και διαδήματα· και θα αρκεσθώμεν ημείς με τον σοβαρώτερον και όχι τόσον επαγωγόν ποιητήν μας και μυθολόγον, ο οποίος όμως θα μας είναι και ωφελιμώτερος, διότι θα μιμήται τον λεκτικόν τρόπον του χρηστού ανθρώπου και θα ακολουθή αυστηρώς τους τύπους εκείνους που ενομοθετήσαμεν, όταν συνετάξαμεν το πρόγραμμα της ανατροφής των στρατιωτών μας. – Έτσι πράγματι να κάμωμεν, εάν θα είναι εις το χέρι μας.
– Τώρα λοιπόν, καλέ μου φίλε, νομίζω ότι έχομεν πραγματευθή τελείως και κατά βάθος το μέρος της μουσικής εκπαιδεύσεως, το οποίον αφορά τους λόγους και τους μύθους· διότι έχομεν καθορίση και τι πρέπει να λέγωνται και πώς να λέγωνται.
– Έτσι νομίζω και εγώ.
– Δεν μας υπολείπεται λοιπόν τώρα το άλλο μέρος της μουσικής, το οποίον αφορά το άσμα και την μελωδίαν; – Φανερόν. – Δεν ημπορεί λοιπόν άραγε να εύρη ο καθένας τώρα, τι έχομεν να είπωμεν και δι’ αυτά και οποία πρέπει να είναι, εάν θέλωμεν να είμεθα συνεπείς προς τα προειρημένα;
Επάνω εις αυτό εγέλασεν ο Γλαύκων και είπε – Εγώ λοιπόν, Σωκράτη, κινδυνεύω να μείνω έξω από αυτούς όλους, που ημπορούν να το εύρουν· διότι επί του παρόντος τουλάχιστον δεν είμαι εις θέσιν να είπω ποία πρέπει να είναι αυτά, αν και τα φαντάζωμαι αμυδρώς. – Είσαι όμως βέβαια εις θέσιν να γνωρίζης και να μας είπης εν πρώτοις αυτό, ότι η μελωδία