Νόμοι και Επινομίς, Τόμος B. ПлатонЧитать онлайн книгу.
μάλιστα.
Θέλεις λοιπόν να αφήσωμεν εις εκείνον να τα κανονίση όλα και διά το όλον εκάστου έργου και διά τας λεπτομερείας του, ημείς δε, αφού και οι ίδιοι είμεθα κάπως ερασιτέχναι των νόμων, να προσπαθήσωμεν να εκτελέσωμεν την τριχοτόμησιν και χωρίσωμεν χωριστά τα μεγαλίτερα και τα δεύτερα και τα τρίτα;
Βεβαιότατα.
Λοιπόν ορίζομεν ότι μία πολιτεία, η οποία τυχόν πρόκειται να σωθή και να ευτυχήση, είναι πρέπον και αναγκαίον, όσον είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον, να μοιράζη ορθώς τας τιμάς και τας ατιμίας. Και βεβαίως ορθόν είναι να θεωρούνται τιμαλφέστερα και πρώτα τα αγαθά τα περιστρεφόμενα εις την ψυχήν, όταν αυτή έχη σωφροσύνην, δεύτερα δε τα καλά και αγαθά τα περιστρεφόμενα εις το σώμα, και τρίτα τα αναφερόμενα εις την περιουσίαν και τα κινητά. Από αυτά δε εάν κανείς νομοθέτης ή πολιτεία εκτροχιάζεται και προτάσση εις τας τιμάς τα κινητά ή κανέν άλλο από τα τελευταία, δεν θα κάμη ούτε ευσεβή ούτε πολιτικήν πράξιν. Αυτά να ειπούμεν ή πώς αλλέως;
Πολύ καθαρά μάλιστα να τα ειπούμεν.
Αυτά λοιπόν μας έκαμε να ειπούμεν περιπλέον η εξέτασις του πολιτεύματος των Περσών. Ευρίσκομεν δε ότι με τον καιρόν έγιναν χειρότεροι. Αιτία δε είπαμεν ότι είναι ότι αφήρεσαν την ελευθερίαν του δήμου, και εφήρμοσαν τον δεσποτισμόν περισσότερον του πρέποντος, και διά τούτο έχασαν την φιλίαν και το κοινόν συμφέρον της πόλεως. Αφού δε αυτό κατεστράφη, δεν φροντίζει το συμβούλιον των αρχόντων διά τους υπηκόους και τον δήμον, αλλά διά την διατήρησιν της εξουσίας των, οσονδήποτε ολίγον και αν νομίζουν ότι θα κερδίσουν οι ίδιοι, και αφού έφεραν εις παραλυσίαν τας πόλεις και ανεστάτωσαν με πυρ και με σίδηρον έθνη φιλικά, τόρα μισούν και μισούνται εχθρικώς και αδιαλλάκτως. Οσάκις δε λαμβάνουν ανάγκην των δήμων, διά να πολεμήσουν προς χάριν των (των αρχόντων), τότε πάλιν δεν ευρίσκουν εις αυτούς ούτε κοινότητα συμφερόντων ούτε προθυμίαν διά τους κινδύνους και τας μάχας, αλλά, ενώ έχουν χιλιάδας των χιλιάδων ανυπολογίστους, τας έχουν όλας αχρήστους διά τον πόλεμον, και ως να στερούνται ανθρώπους ζητούν μισθωτούς και νομίζουν ότι είναι δυνατόν ποτέ να σωθούν από μισθωτούς και ξενικούς ανθρώπους. Εκτός δε τούτου αναγκάζονται να είναι αμαθείς, διότι λέγουν εμπράκτως ότι απέναντι του χρυσού και του αργύρου είναι φλυαρίαι όσα θεωρούνται έντιμα και ένδοξα εις μίαν πόλιν.
Βεβαιότατα.
Και λοιπόν το ζήτημα των Περσών, ότι δηλαδή δεν διοικούνται σήμερον ορθώς ένεκα της υπερβολικής δουλείας και του δεσποτισμού, ας λάβη τέλος.
Πολύ καλά.
Τόρα δε πάλιν είναι ανάγκη να εξετάσωμεν ομοίως το πολίτευμα της Αττικής, διά να ιδούμεν ότι η απόλυτος ελευθερία από όλας τας αρχάς δεν είναι ασημάντως χειροτέρα παρά η μετριασμένη εξάρτησις από άλλους. Δηλαδή ημείς, κατά την εποχήν εκείνην που έγινε η επίθεσις των Περσών εναντίον της Ελλάδος, ίσως δε και εναντίον όλης σχεδόν της Ευρώπης, είχαμεν πολίτευμα παλαιόν και τα αξιώματα εδίδοντο συμφώνως προς τας τέσσαρας τάξεις τιμημάτων και εβασίλευε κάποια κυρίαρχος εντροπή, χάριν της οποίας ήμεθα τότε πρόθυμοι να ζώμεν ως υπηρέται των νόμων. Και ακριβώς επειδή εκτός τούτων