Ιφιγένεια εν Αυλίδι. EuripidesЧитать онлайн книгу.
της αναισχυντίας σου ! Και πού συνέλαβες τον δούλον μου ;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Εκεί όπου ιστάμην περιμένων την άφιξιν της κόρης σου εξ Άργους εις
το στρατόπεδον.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Και δεν είναι αναίσχυντος πράξις αυτή, να κατασκοπεύης τα ιδικά
μου πράγματα;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Ήμην ελεύθερος να έχω αυτήν την περιέργειαν. Δεν είμαι βέβαια
δούλος σου εγώ.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ω ! ποίον θράσος ! Μήπως έχεις την αξίωσιν να ελέγχης το πώς εγώ
θέλω να διοικώ τα του οίκου μου ;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Ναι, διότι βλέπω ότι είναι ύπουλοι αι σκέψεις σου και άλλα μεν
λέγεις τώρα, άλλα δ' έπραξας και άλλα μελετάς να πράξης.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Δεν σου αμφισβητώ την κομψότητα των λόγων. Των πονηρών η γλώσσα
έχει τέχνην ζηλευτήν.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Όσον ο άστατος νους αδικεί και κλονίζει την πίστιν των φίλων. Ναι,
θέλω να σ' ελέγξω και ας μη σε παραφέρη η οργή, ώστε ν' αποφεύγης
την αλήθειαν. θα σοι ομιλήσω σαφώς και συντόμως. Ενθυμείσαι καθ'
ον χρόνον προσεπάθεις να λάβης την αρχηγίαν των Ελλήνων προς το
Ίλιον, φαινόμενος μεν προς αυτήν αδιάφορος, πράγματι όμως επιθυμών
και επιδιώκων αυτήν πάση δυνάμει, πόσον ταπεινώς εφέρεσο προς
πάντας; Ενθυμείσαι πόσον ήσο τότε δαψιλής εις χειραψίας, ότι τας
θύρας του ανακτόρου σου είχες εις πάντα πολίτην ανοικτές και
εχαιρέτιζες ανεξαιρέτως όλους, και αυτούς ακόμη τους μη θέλοντας,
ζητών με τους φιλόφρονας εκείνους τρόπους ν' αγοράσης το αξίωμα;
Όταν όμως κατώρθωσες να λάβης το αξίωμα τούτο, ω, τότε αμέσως
μετεβλήθη το ήθος σου. Δεν ήσο πλέον φίλος προς τους φίλους τους
προτέρους. Εκλείσθης εις τον οίκον σου και δυσκόλως και σπανίως
ηδύνατο τις να σε πλησιάση. Οι άνδρες όμως οι χρηστοί και οι
μεγαλεπήβολοι δεν πρέπει να μεταβάλλωσιν ούτω τρόπους
συμπεριφοράς, αλλά τότε μάλιστα οφείλουσι να ήναι σταθεροί προς
τους φίλους, όταν ευτυχούντες δύνανται και να ωφελώσιν αυτούς. Και
ιδού ότι ευθύς εξ αρχής εδείχθης κακός. Όταν δε ήλθες εδώ εις την
Αυλίδα και ο πανελλήνιος στρατός ηναγκάσθη να μείνη εδώ ελλείψει
ουρίου άνεμου, οι δε Έλληνες ηξίουν να διαλυθή ο στόλος, ίνα μη
ανωφελώς καθήμεθα εδώ, συ κατάπληκτος και αμηχανών προ της θείας
ταύτης συμφοράς, ένεκα της οποίας έχανες την ευκαιρίαν της
φιλοδοξίας σου, όπως, άρχων χιλιαρίθμου στόλου, καλύψης διά
δοράτων την πεδιάδα του Πριάμου, ήρχεσο και με ηρώτας «Τι να
πράξω; Πως να εύρω τρόπον να μη χάσω την αρχηγίαν ταύτην και την
εξ αυτής μεγίστην δόξαν;» Όταν δε ο Κάλχας εχρησμοδότησε να
θυσιάσης την κόρην σου εις την Αρτέμιδα και τότε μόνον θ'
αποπλεύση ο στόλος, συ μετά χαράς εδέχθης να θυσιάσης την κόρην.
Και τότε, ουδενός αναγκάζοντος – μη το αρνηθής – αλλ'
αυτοπροαιρέτως και προθύμως συ ο ίδιος εμήνυσας προς την γυναίκα
σου να στείλη την κόρην σου εδώ υπό την πρόφασιν ότι θα δώσης
αυτήν εις γάμον προς τον Αχιλλέα. Και όμως ύστερον μεταμεληθείς
συλλαμβάνεσαι