Ατροποσ. Federico BettiЧитать онлайн книгу.
Tecno Italia Ε . Π.Ε
Η γυναίκα ένιωσε τάση για λιποθυμία και έπρεπε, κυριολεκτικά, να καθίσει για να αποφύγει να πέσει.
Γύρισε την κάρτα και είδε ότι από πίσω έγραφε «ΤΑ ΛΕΜΕ ΣΥΝΤΟΜΑ!» με στυλό διαρκείας.
Μετά από λίγο σηκώθηκε από την καρέκλα, πήρε ένα ποτήρι και το γέμισε, δύο φορές, με νερό. Είχε ανάγκη να πιει νερό.
Το έπλυνε και μετά πήγε στο μπάνιο, για να δροσίσει το πρόσωπό της.
Πώς ήταν δυνατόν;
Από μία κοινή πεποίθηση που, κατά κάποιο τρόπο, είχε περάσει και στην ίδια, πάντα είχε συνδεδεμένα τα χρυσάνθεμα με τους πεθαμένους και ο Μάσιμο Τροβαϊόλι…
Πήρε το τηλέφωνο και κάλεσε την Άμεσο Δράση.
«Με…καταδιώκουν…», είπε μετά βίας, όταν κάποιος απάντησε από την άλλη μεριά της γραμμής.
«Ηρεμήστε, κυρία», είπε ο υπάλληλος του τηλεφωνικού κέντρου «κι εξηγήστε μου καλύτερα».
«Με…καταδιώκει…ένας νεκρός».
«Αυτό δεν είναι δυνατόν. Είστε σίγουρα καλά;»
«Ναι. Καλά είμαι», είπε εκείνη. «Με καταδιώκει…ένας νεκρός!» ούρλιαξε.
«Πού μένετε;» ρώτησε ο τηλεφωνητής, προσπαθώντας να συντομεύσει τη διαδικασία «Σας στέλνω κάποιον».
Η γυναίκα έδωσε τη διεύθυνσή της και έκλεισε το τηλέφωνο, ικετεύοντάς τους να κάνουν γρήγορα.
Όταν έφτασαν οι δύο πράκτορες, που ήταν σε περιπολία, βρήκαν τη Μαριολίνα Σπατζέζι σε κατάσταση πανικού.
«Προσπαθήστε να ηρεμήσετε, κυρία. Θέλουμε να θυμηθείτε καλά τι συνέβη», της εξήγησε ο ένας από τους δύο πράκτορες.
Η γυναίκα τους είπε για τον φάκελο που έλαβε, πριν λίγες ημέρες και για τα λουλούδια που έλαβε εκείνο το πρωί.
«Ποιος είναι ο Μάσιμο Τροβαϊόλι;», ρώτησε ο ένας πράκτορας.
«Ο πρώην σύντροφός μου».
«Κι εκείνος έχει κάτι εναντίον σας; Πώς χωρίσατε, συνέβη με άσχημο τρόπο;»
«Έχει…πεθάνει!», ούρλιαξε η γυναίκα. «Έχει…πεθάνει…αυτός που με καταδιώκει!»
Η Σπατζέζι συνέχισε να ουρλιάζει, κάνοντας πάντα μία παύση στη λέξη «πεθάνει», κάθε φορά που την πρόφερε.
«Μας συγχωρείτε», είπε ο άλλος πράκτορας, «δεν έχουμε ξεκαθαρίσει αυτό το συγκεκριμένο θέμα. Πρέπει να μας συγχωρήσετε. Ζητάμε συγγνώμη».
«Δεν υπάρχει πρόβλημα», απάντησε η γυναίκα, μετά από μία στιγμή ησυχίας, στην οποία προσπάθησε να ηρεμήσει τα νεύρα της.
«Είδατε ποιος σας έφερε αυτά τα λουλούδια;», τη ρώτησε, όταν οι δύο πράκτορες ήταν σίγουροι ότι είχε περάσει η κρίση.
«Μου φάνηκε…πως ήταν…ο ανθοπώλης…εδώ κάτω…πάνω στην οδό Σαν Βιτάλε, αλλά δεν είμαι σίγουρη. Όταν κάνω βόλτα, περπατώ πάντα γρήγορα και δεν ασχολούμαι πολύ με τα μαγαζιά».
«Θα το ελέγξουμε», τη διαβεβαίωσε ένας από τους πράκτορες της περιπολίας, στρεφόμενος μετά προς το συνάδελφό του, με ένα βλέμμα ανησυχίας. «Στο μεταξύ, εσείς πρέπει να παραμείνετε ψύχραιμη. Μας το υπόσχεστε;»
«Θα προσπαθήσω», απάντησε η γυναίκα. «Θα προσπαθήσω».
«Ωραία. Εμείς θα αναλάβουμε, αμέσως, να ρίξουμε φως σε αυτό το ζήτημα. Ίσως, πρόκειται για κάποιος λάθος».
«Φοβάμαι», είπε η Σπατζέζι. «Κάντε κάτι,