Η Μοίρα Των Τεσσάρων. Powell MichaelЧитать онлайн книгу.
όμως, δεν κατάφεραν να τη σβήσουν. Η ένταση της φωτιάς, που τροφοδοτούνταν από το πετρέλαιο και από το ξύλο του καταστρώματος, μεγάλωνε συνεχώς. Τα κανόνια του πλοίου βρέθηκαν στον πυρήνα της φωτιάς, και οι βόμβες τους άρχισαν να εκρήγνυνται, με έναν τρομακτικό και υπόκωφο γδούπο. Η φωτιά κυνηγούσε τους άντρες, που έτρεχαν τρεκλίζοντας προς τους πυροσβέστες, αλλά δεν προλάβαιναν να της ξεφύγουν και τους εγκλώβιζε, καίγοντας τα ρούχα τους και τις σάρκες τους.
Η φωτιά, αφού έκαψε όλα τα καύσιμα, άρχισε να τίθεται υπό έλεγχο και φαινόταν ότι το πλοίο μπορεί και να άντεχε, αν και σακατεμένο. Αλλά τότε, άλλος ένας κανονιοβολισμός από μεγάλη απόσταση που έριξαν οι Γερμανοί εισβολείς, κατάφερε να χτυπήσει το πλοίο στο χειρότερο μέρος, – στον πυργίσκο του ελαφρά θωρακισμένου εμπρόσθιου πυροβόλου- και προκάλεσε μια τεράστια έκρηξη που βύθισε τη γέφυρα. Μια πύρινη μπάλα φωτιάς έπεσε πάνω στους πυροσβέστες, και αμέσως περικύκλωσε τον Αρχικελευστή και τους άνδρες που ήταν μαζί του. Ο Έρνεστ, που κρατούσε ακόμα τη μάνικα, την ένιωσε να χαλαρώνει, κι εκείνη τη στιγμή η έκρηξη τον χτύπησε και ένιωσε να εκσφενδονίζεται στον αέρα, να χτυπά στην κουπαστή και να πετάγεται στη θάλασσα. «Τι γαμημένος τρόπος να πεθάνεις!», πρόλαβε να σκεφτεί παρά τον τρόμο του, καθώς έπεφτε στο νερό.
Έπεσε στη θάλασσα σαν πέτρα που αναπηδούσε στο νερό. Έβγαλε όλο τον αέρα από τα πνευμόνια του και βυθίστηκε ξανά κάτω από την επιφάνεια. Το βαρύ σωσίβιο και τα ρούχα του τον δυσκόλευαν, και τον έπιασε πανικός, αλλά τελικά κατάφερε να κολυμπήσει και να ανέβει στην επιφάνεια. Ρούφηξε απεγνωσμένα αέρα για να γεμίσει τους πνεύμονές του. Το σωσίβιο είχε πάει ψηλά μέχρι το πηγούνι του, αλλά ήταν αυτό και οι οδηγίες του Αρχικελευστή που τον είχαν σώσει. Κατάφερε να βγάλει τα παπούτσια του και τώρα επέπλεε πιο ελεύθερα.
Ο Έρνεστ διαπίστωσε ότι είχε πεταχτεί αρκετά μακριά από το πλοίο, που πλέον είχε τυλιχθεί ολόκληρο στις φλόγες. Φοβήθηκε ότι από στιγμή σε στιγμή θα γινόταν νέα έκρηξη και κολύμπησε γρήγορα, για να απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο. Αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε. Σιγά σιγά, έγειρε προς τα εμπρός και, σαν μια τεράστια πάπια, έδειξε την ουρά της στον ουρανό και γλίστρησε μέσα στη θάλασσα. Οι προπέλες εξακολουθούσαν να γυρίζουν αργά, κάνοντας ένα φρικτό διαπεραστικό και υπόκωφο θόρυβο αφήνοντας μια ρουφήχτρα, που άφηνε πίσω του το πλοίο που βυθιζόταν, γεμάτη από καπνούς, η οποία προσπαθούσε να τον παρασύρει μέσα της. Δυο-τρεις φορές τον τράβηξε κάτω και μέσα στον πανικό του αναγκάστηκε να βάλει όλη του τη δύναμη και να συρθεί με δυσκολία έξω από την επιφάνεια για να πάρει μια ανάσα, πριν τον ξανατραβήξει κάτω. Τέλος -του φάνηκε σαν να κράτησε ώρες- η πίεση της ρουφήχτρας μειώθηκε και μπορούσε τώρα να επιπλεύσει, νιώθοντας τον έντονο πόνο του αλμυρού νερού στην πλάτη του, και χωρίς να το συνειδητοποιεί, προστατευόταν μόνο από το σακάκι και το πουκάμισο που φορούσε όταν βγήκε τρέχοντας από την αίθουσα αξιωματικών, που είχαν κουρελιαστεί από την σφοδρή έκρηξη που τον είχε εκσφενδονίσει.
Κοίταξε γύρω του ψάχνοντας για