Η Μοίρα Των Τεσσάρων. Powell MichaelЧитать онлайн книгу.
ελευθερωθεί και έτρεξε γρήγορα για να τους ξεφύγει. Το έβαλε στα πόδια και δεν κοίταξε πίσω της.
«Κοίτα τώρα τι έκανες μαλάκα», είπε αυτός που την βασάνιζε «Δεν μπορούσες να κοιτάς τη δουλειά σου, ε;». Γιατί ήθελες να βοηθήσεις μια Γερμανίδα πόρνη;». Πλησίασε απειλητικά τον Τζιουζέπε, και τον έσπρωξε δυνατά στο στήθος. «Απλώς ήθελα να την ''ζεστάνω''», είπε. Ο Τζιουζέπε προσπάθησε να απομακρυνθεί, αλλά οι άλλοι άρχισαν να τον στριμώχνουν. Ο ένας μετά τον άλλο τον έσπρωχναν, όλο και πιο δυνατά, αναγκάζοντάς τον να πέσει στον τοίχο.
«Σταματήστε», είπε, απελπισμένα.
«Γιατί αλλιώς τι θα γίνει; Τι θα κάνεις δηλαδή;».
Του έδωσε μια δυνατή μπουνιά στο πηγούνι και το κεφάλι του Τζιουζέπε χτύπησε δυνατά στον τοίχο πίσω του. Κόντεψε να χάσει τις αισθήσεις του. Δέχτηκε κι άλλα χτυπήματα, και προσπάθησε να προφυλαχθεί κρατώντας τους αγκώνες στα πλευρά του και έσφιξε τα χέρια του σε γροθιά πάνω από το πρόσωπό του. Είδε κάποιους να έρχονται κοντά που βλέποντας τι συνέβαινε, έφευγαν, χωρίς να κάνουν τίποτα, για να μην μπλέξουν. Τον γρονθοκόπησαν δυνατά στο στομάχι και έπεσε κάτω. Έπεσε στα γόνατα και συνέχισαν να τον χτυπάνε και να τον κλωτσάνε στο έδαφος. Στο τέλος, ένας από αυτούς είπε: «Έλα, αφήστε τον τον παλιομαλάκα». Τον κλώτσησαν άλλη μια φορά και έφυγαν γελώντας, για να βρουν ένα άλλο θύμα.
Ο Τζιουζέπε έμεινε πεσμένος εκεί. Έτρεχε αίμα από τη μύτη του και διπλώθηκε στην μέση από τον πόνο. Όταν προσπάθησε να σηκωθεί όλο του το σώμα διαμαρτυρήθηκε. Κατάφερε να σταθεί στα γόνατα. Οι άνθρωποι που περνούσαν άλλαζαν πεζοδρόμιο, νομίζοντας ότι ήταν μεθυσμένος ή κάτι χειρότερο.
Ένας, όμως, δεν τον προσπέρασε. «Είσαι καλά;», είπε μια γυναικεία φωνή. Κάθισε κάτω, δίπλα του. «Μπορείς να σηκωθείς; Άσε με να σε βοηθήσω. Μένεις εδώ κοντά;».
Έδειξε την ανοιχτή είσοδο της πολυκατοικίας που έμενε. «Εντάξει, πάμε μέσα. Έλα, θα σε βοηθήσω να σηκωθείς».
Κατάφερε να σταθεί όρθιος και τον βοήθησε να μην σκοντάψει στις σκάλες μέχρι το διαμέρισμά του. Μπήκαν μέσα από την πόρτα που την είχε αφήσει ανοιχτή, και τον βοήθησε να καθίσει στον καναπέ. Ξάπλωσε και τον πήρε ο ύπνος. Το άγγιγμα δροσερού υφάσματος στο μέτωπό του τον ξύπνησε, και βόγκηξε καθώς ο πόνος επανήλθε. «Σσςς», είπε μια φωνή. «Μην κουνιέσαι, μείνε ξαπλωμένος».
Δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια του. Το πρόσωπό του είχε πρηστεί εκεί που τον χτύπησαν οι αλήτες. Ακόμα και όταν κατάφερε να τα ανοίξει, δυσκολεύτηκε να συγκεντρωθεί, και δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του. Διέκρινε όμως ένα πρόσωπο μπροστά του, κι ένα κεφάλι με ξανθά μαλλιά. Το στόμα του ήταν μελανιασμένο και είχε κοψίματα στα χείλη, και το μόνο που μπόρεσε να μουρμουρίσει ήταν: «Τι συνέβη; Πώς;».
«Με συγχωρείς, ελπίζω να μην σε πειράζει. Σε βοήθησα να έρθεις εδώ. Είχες αφήσει την πόρτα ανοιχτή. Θυμάσαι;».
Άρχισε να συνέρχεται και συνειδητοποίησε ότι το πρόσωπο που βρισκόταν από πάνω του ανήκε στο ξανθό κορίτσι. «Γύρισες πίσω;», κατάφερε να πει.
«Κρύφτηκα στη γωνία μέχρι εκείνοι οι αλήτες να φύγουν. Ξέρεις, φέρθηκες ανόητα που τα έβαλες μ’ αυτούς τους τύπους, αλλά πάντως σ’ ευχαριστώ.