Ιφιγένεια εν Αυλίδι. EuripidesЧитать онлайн книгу.
και
νίκησε το γήρας σου.
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Σπεύδω, βασιλεύ.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Πρόσεξε μη καθίσης εις δάσους σκιάν ούτε παρά δροσεράς πηγάς
υδάτων, μήπως σε δελεάση του ύπνου η αγκάλη.
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Άναξ, μη με αδικής.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Παντού όπου η οδός διχάζεται, παρατήρει καλώς μήπως άμαξά τις,
ελαύνουσα προς των Ελλήνων τα πλοία, φέρει την κόρην μου, και
διέλθη χωρίς να την ίδης. Εάν την συναντήσης, στρέψε την ευθύς
προς τα οπίσω, αρπάζων τους χαλινούς των ίππων και οδήγησον αυτήν
εις τας Μυκήνας πάλιν.
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Θα το πράξω. Αλλά πως θα με πιστεύση η κόρη και η σύζυγος σου όταν
θα είπω ταύτα προς αύτας ;
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Δείξον την επί της επιστολής σφραγίδα μου. Εμπρός ! Ήδη το
ροδόχρουν φως της αυγής λευκαίνεται υπό των τεθρίππων αρμάτων του
Ηλίου. Τρέξε, βοήθησέ με εις την δυστυχίαν μου.
(Ο δούλος απέρχεται).
Ω ! εις τον κόσμον ουδείς υπάρχει μέχρι τέλους ευτυχής και ουδείς
εγεννήθη άλυπος.
(Εξέρχεται).
Εισέρχεται ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
ΧΟΡΟΣ
Στροφή).
Διά του στενού του Ευρίπου, αφείσαι την πόλιν μας Χαλκίδα, την
ποτιζομένην υπό των παραλίων υδάτων της περιφήμου πηγής Αρεθούσης,
ήλθομεν εδώ, εις την αμμώδη ταύτην της Αυλίδος ακτήν, να ίδωμεν το
στράτευμα των Αχαιών και τα πλοία των ανδρείων νέων, οίτινες, ως
λέγουν, εκστρατεύουσιν υπό τον ευπατρίδην Αγαμέμνονα και τον
ξανθόν Μενέλαον επί χιλίων πλοίων εναντίον της Τροίας διά την
Ελένην.
Ταύτην ο βουκόλος Πάρις απήγαγεν εκ του καλαμώδους Ευρώτα,
δωρηθείσαν αυτώ υπό της Αφροδίτης, ότε παρά διαυγή και δροσερά
ύδατα συνηγωνίσθη αυτή επί κάλλει προς την Ήραν και την Αθηνάν.
(Αντιστροφή).
Ήλθομεν ευλαβώς εις το πλούσιον τούτο εις θυσίας άλσος της
Αρτέμιδος μ’ ερυθράς εξ αιδούς τας παρειάς όπως θαυμάσωμεν τα
όπλα, τας σκηνάς, τους Έλληνας οπλίτας και το πλήθος των ίππων.
Και είδομεν τους δύο Αίαντας ομού, τον μεν υιόν του Οιλέως, τον δε
του Τελαμώνος γόνον, άνακτα της Σαλαμίνος, μετά του Πρωτεσιλάου
παίζοντας πεσσούς, και τον έγγονον του Ποσειδώνος Παλαμήδην, τον
δεινόν εις το αγώνισμα του δίσκου, ως επίσης Μηριόνην τον
θαυμάσιον πολεμιστήν, τον νησιώτην Λαερτίδην Οδυσσέα μετά του
περικαλλούς Νηρέως. Είδομεν τον Αχιλλέα, τον ως ο άνεμος ωκύποδα,
τέκνον της Θέτιδος και μαθητήν του Χείρωνος, να τρέχη πάνοπλος επί
των χαλίκων του αιγιαλού συναγωνιζόμενος προς τέθριππον άρμα εις
δρόμον ελικοειδή. Και εφώναζεν ο διφρηλάτης Εύμηλος, ηγεμών των
Φερών, παρορμών και κεντών διά των πτερνιστήρων τους νεαρούς του
ωραιοτάτους ίππους, δάκνοντας χρυσοποικίλτους χαλινούς, τους μεν
δύο μεσαίους, λευκοστίκτου τριχώματος, τους δε πλαγίους και εις
τας στροφάς