Η Μοίρα Των Τεσσάρων. Powell MichaelЧитать онлайн книгу.
αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1919, παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο, στον οποίο παρευρέθηκαν μόνο μερικοί φίλοι του Τζιουζέπε από το Ναυτικό, ο πατέρας του και η μητέρα του. Κουμπάρος του ήταν ο υποπλοίαρχος Γκραμάτικα. Από την οικογένεια της Μαρίας δεν ήρθε κανείς. Ο θείος της ισχυρίστηκε ότι ήταν πολύ απασχολημένος. Της έστειλε ένα μάλλον σκληρό γράμμα, όπου της ευχόταν καλή τύχη, αλλά την επέκρινε που απογοήτευσε την οικογένειά της. Ο Κουρτ, αντίθετα, ήταν πιο ευγενικός. Στο γράμμα του τη συνεχάρη για το γάμο της και της ευχήθηκε καλή τύχη: «Μην σε νοιάζει για τον πατέρα. Θα είμαι εντάξει. Πρέπει μονάχα να σταθώ στα πόδια μου. Ελπίζω να μπορέσουμε να είμαστε σε επαφή, και σου εύχομαι καλή τύχη».
Μόλις πρόσφατα, είχε ανατεθεί στον Γκραμάτικα η διοίκηση της Λέρου ύστερα από την κατάληψή της από τους Ιταλούς. Στο πάρτι μετά τον γάμο περιέγραψε τη νέα του θέση, ενημερώνοντας τον Τζιουζέπε για τα συναρπαστικά σχέδια ανάπτυξης που έκαναν για το νησί. «Χτίζουμε μια νέα αεροπορική και ναυτική βάση εκεί. Δεν θα πιστέψεις πόσα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε που πρωτοπήγαμε, το 1912. Έλα να μας επισκεφτείς. Υπάρχει πολλή δουλειά να κάνουμε».
«Μα δεν είχαμε συμφωνήσει να δώσουμε τα νησιά πίσω στους Τούρκους, ή στους Έλληνες, ή σε κάποιον τέλος πάντων;».
«Φαγώνονται μεταξύ τους. Οι Έλληνες φαίνεται ότι θα προσπαθήσουν να ''πάρουν πίσω'' την Μικρά Ασία από τους Τούρκους. Οι Τούρκοι μας λένε ότι κέρδισαν αυτό που ήθελαν από τον πόλεμο, διώχνοντας τους Συμμάχους από τα Δαρδανέλλια. Τους πονάει που έχασε η Γερμανία». Σε εκείνο το σημείο σταμάτησε και κοίταξε με απολογητικό ύφος τη Μαρία. «Και έχουν ένα νέο τύπο που έχει αποκτήσει δύναμη, τον Μουσταφά Κεμάλ. Τον αποκαλούν «Ατατούρκ», δηλαδή ''πατέρα των Τούρκων'', και η αλήθεια είναι ότι έχει αρχίσει να γίνεται επικίνδυνος. Εάν όντως εισβάλλουν οι Έλληνες θα φάνε τα μούτρα τους, ή και χειρότερα ακόμα. Τέλος πάντων, αυτό σημαίνει ότι παραμένουμε στα νησιά για την ώρα, ίσως και μόνιμα. Πρέπει να αξιοποιήσουμε την ''επένδυσή μας''».
Κοίταξε τον Τζιουζέπε. «Γιατί δεν έρχεσαι να δουλέψεις για μένα; Χρειαζόμαστε καλούς μηχανικούς. Θυμάμαι πώς έβαζες μπρος τις τουρμπίνες στο «Σαν Μάρκο». Μπορεί να ήταν καινούριες, αλλά σίγουρα είχαν χαλάσει πολλές φορές!».
«Και τώρα μιλάει και ελληνικά, το ήξερες αυτό;». Πετάχτηκε στη συζήτηση η Μαρία, βρίσκοντας την ευκαιρία να επαινέσει τον άντρα της.
«Τι μου λες! Αλήθεια; Αυτό θα μας βοηθούσε πάρα πολύ. Θα πρέπει να βάλουμε τους ντόπιους Έλληνες να κάνουν τις οικοδομικές εργασίες. Είναι πρόθυμοι, αλλά δεν έχουμε αρκετούς Έλληνες διερμηνείς».
«Κοίτα, ίσως είναι υπερβολικό να πω ότι μπορώ να μιλήσω ελληνικά. Είναι λίγο σκουριασμένα τώρα. Περισσότερο διδάχτηκα αρχαία, παρά νέα ελληνικά. Μερικές από τις λέξεις είναι ίδιες, αλλά o τρόπος ομιλίας και η γραμματική έχουν αλλάξει, και θα χρειαστώ πολλή εξάσκηση και διάβασμα…».
Ο Γκραμάτικα είχε συμπαθήσει αμέσως τη Μαρία. Έμαθε πώς γνωρίστηκαν και είχε εντυπωσιαστεί που φρόντισε τόσο καλά τον φίλο του. Την είχε ήδη συμπαθήσει, παρά το γεγονός ότι η πατρίδα της ήταν η νικημένη Γερμανία. Οι Γερμανοί δεν έχαιραν εκτίμησης από τα συμμαχικά έθνη.